- συμφωνούμενα
- συμφωνέωsound togetherpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)συμφωνέωsound togetherpres part mp neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμφωνουμένας — συμφωνουμένᾱς , συμφωνέω sound together pres part mp fem acc pl (attic epic doric) συμφωνουμένᾱς , συμφωνέω sound together pres part mp fem gen sg (doric) συμφωνουμένᾱς , συμφωνέω sound together pres part mp fem acc pl (attic epic doric)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμφωνώ — συμφωνῶ, έω, ΝΜΑ [σύμφωνος] 1. μουσ. συνταυτίζομαι ηχητικά, εναρμονίζομαι 2. βρίσκομαι σε συμφωνία, σε αρμονία με κάποιον ή με κάτι («τα λόγια του δεν συμφωνούν με τα έργα του») 3. έχω ή εκφέρω την ίδια γνώμη («περὶ τούτων πάντες συμπεφωνήκασιν» … Dictionary of Greek